οροθετικός

οροθετικός
η , ό[ν] демаркационный; межевой;

οροθετική στήλη — межевой столб;

οροθετική επιτροπή — комиссия по демаркации границ;

οροθετική γραμμή — а) водораздел; — б) демаркационная линия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οροθετικός" в других словарях:

  • οροθετικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεσία 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής («οροθετική γραμμή» γραμμή η οποία καθορίζει τα όρια δύο γειτονικών χωρών ή περιοχών). [ΕΤΥΜΟΛ. < οροθεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

  • οροθετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην οροθεσία. 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής: Οροθετική γραμμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιγραπτικός — ή, όν, Α [περίγραπτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή ή στο περίγραμμα, οροθετικός, προσδιοριστικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»